ζούμπερο

ζούμπερο
τό
1) букашка, козявка (особенно неприятная); 2) пренебр, козявка, заморыш, червяк (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ζούμπερο" в других словарях:

  • ζούμπερο — το 1. έντομο, ζωύφιο 2. μτφ. α) καχεκτικός και άσχημος άνθρωπος β) στοιχειό, αερικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. zonbrŭ] …   Dictionary of Greek

  • ζούμπερα — τα [ζούμπερο] οι λειχήνες …   Dictionary of Greek

  • ουλοτριχώδη — (ulotrichales). Στην τάξη αυτή ανήκουν διάφορα χλωροφύκη νηματοειδή, διακλαδισμένα ή χωρίς διακλάδωση. Ευδοκιμούν στη θάλασσα ή στο γλυκό νερό. Πολλά είδη ζουν στους βράχους ή στους κορμούς των δέντρων. Ο αγενής πολλαπλασιασμός τους γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • χλωροφύκη — (χλωρόφυτα). Πράσινα φύκη, άλλοτε μικροσκοπικά, ακίνητα ή κινητά, και άλλοτε με αξιοσημείωτες διαστάσεις, το χρώμα των οποίων καθορίζεται από την παρουσία της χλωροφύλλης, που δεν καλύπτεται από άλλες χρωστικές ουσίες. Τα τοιχώματα των κυττάρων… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»